- ακυλικές ενώσεις
- Παράγωγα των καρβονικών οξέων (RCOOH), όπου κατά την αντικατάσταση το ακύλιο μένει αναλλοίωτο. Προέρχονται από τα οξέα με αντικατάσταση του υδρογόνου του υδροξυλίου ή ολόκληρου του υδροξυλίου, π.χ. ακυλαλογονίδια RCΟx (Χ = αλογόνο), εστέρες RCOOR’, αμίδια RCO-ΝΗ2, ανυδρίτης των οξέων RCOΟCOR κλπ.
Dictionary of Greek. 2013.